σκηνίς

σκηνίς
σκην-ίς, ίδος, ,
A = σκηνή 111.2, Plu.Luc.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκηνίς — ίδος, ἡ, Α αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σκηνίδα — σκηνίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνίσιν — σκηνίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”